πληρέστατα

πληρέστατα
πλήρης
full of
adverbial superl
πλήρης
full of
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πληρεστάτας — πληρεστάτᾱς , πλήρης full of fem acc superl pl πληρεστάτᾱς , πλήρης full of fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • ԼԻՈՎ — ( ) NBH 1 0888 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c մ.ա. πλήρης, πεπληρώμενος, πληρέστατα plenus, plene, plenissime. Լիապէս. լիութեամբ. առատապէս. լիուլի. լման. պօլ պօլ, պիր թամամ, .... *Ունիցին զուրախութիւն իմ լիով… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”